- πλεώτερος
- πλεώτερος,A = πλειότερος, PLond.5.1722.27 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεώτερος — πλέως full masc nom comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)